κάμπος,
ο, ουσ.
[<λατιν. campus], ο κάμπος·
-
είναι (μόνος) σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
-
είναι (μόνος) σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
-
έμεινε (μόνος) σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- έμεινε
(μόνος) σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
-
επαίνα το βουνό κι αγόραζε στον κάμπο, λέγεται για τους έξυπνους, για τους πονηρούς που
επαινούν ασήμαντα πράγματα για να αγοράσουν ή να εκμεταλλευτούν με περισσότερη
άνεση αυτά που αξίζουν, αυτά που τους ενδιαφέρουν: «αν θέλεις να κάνεις
επωφελείς αγορές και να μην έχεις ανταγωνισμό, επαίνα το βουνό κι αγόραζε στον
κάμπο»·
- και
τα βουνά ξεπέφτουνε κι οι κάμποι δυστυχούνε, πολλές φορές ακόμη και οι ισχυροί και πλούσιοι έχουν
μεγάλες καταστροφές, μεγάλες στενοχώριες: «μήπως νομίζεις πως αυτοί που έχουν
πολλά λεφτά είναι πάντα εντάξει; Όχι, φίλε μου, γιατί και τα βουνά ξεπέφτουνε
κι οι κάμποι δυστυχούνε»·
- κι
οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ο
διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- τι
’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·